τεμενάς

τεμενάς
ο
πληθ. -άδες (λ. τουρκ.)
1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση του χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα, το μέτωπο.
2. εκδήλωση δουλικής υποταγής: Δεν κάνω τεμενάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεμενάς — ο, Ν 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο 2. στον πληθ. οι τεμενάδες (κατ επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • temenea — TEMENEÁ, temenele, s.f. Salut făcut după obiceiul musulman, printr o plecăciune; ploconeală, închinăciune. ♢ expr. A face temenele = a fi exagerat de politicos, a fi slugarnic, a se ploconi. – Din tc. temenna(h). Trimis de claudia, 21.04.2008.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”