- τεμενάς
- οπληθ. -άδες (λ. τουρκ.)1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση του χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα, το μέτωπο.2. εκδήλωση δουλικής υποταγής: Δεν κάνω τεμενάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.